- μειδιώ
- (ΑM μειδιῶ, -άω)1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά»)νεοελλ.χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα μειδίασε»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μειδιῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *smei- «χαμογελώ» [για το s- τής ρίζας πρβλ. φιλομ(μ)μειδής < *φιλοσμειδής] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. smayate, -ti «χαμογελώ», λεττον. smeju «χαμογελώ», αρχ. σλαβ. smějọse, smijatise «γελώ», τοχαρ. Β' smi-mare, λατ. mīrus «θαυμαστός» (πρβλ. αγγλ. smile). Ανερμήνευτη ωστόσο παραμένει η παρουσία οδοντικού συμφώνου *smeid- στην Ελληνική, καθώς δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ΙΕ γλώσσα, εκτός ίσως από το λεττον. smaida «χαμογελώ». Το ρ. μειδιάω, -ιῶ απαντά στον Όμηρο μόνο στη μετοχή μειδ-ιόων, -ιόωσα, μορφή προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες τού έπους.ΠΑΡ. μειδίαμα, μειδιαστικόςαρχ.μειδίασις, μειδιασμός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμειδιώ, προσμειδιώ, υπομειδιώαρχ.διαμειδιώ, εμμειδιώ, καταμειδιώ, συνεπιμειδιώ].
Dictionary of Greek. 2013.